ΛΟΓΟΣ ΕΝΘΡΟΝΙΣΤΗΡΙΟΣ

Ἱερός Ναός Ἁγίου Παύλου
τοῦ ἐν Σαμπεζύ τῆς Γενεύης Πατριαρχικοῦ Σταυροπηγίου
Σάββατο, 18η Αὐγούστου 2018

«Kαί δώσω ὑμῖν ποιμένας κατά τήν καρδίαν μου,
καί ποιμανοῦσιν ὑμᾶς ποιμαίνοντες μετ᾿ ἐπιστήμης»1
Ἱερεμίου γ´, 15

Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Γαλλίας κ. Ἐμμανουήλ, ἐκπρόσωπε τῆς Μητρός Ἐκκλησίας καί τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου,
Σεβασμιώτατοι καί Πανιερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
Αἰδεσιμολογιώτατε Μ. Πρωτοπρεσβύτερε κ. Γεώργιε Τσέτση, Πατριαρχικέ Ἐπίτροπε τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἑλβετίας,
Σεβαστοί πατέρες Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι,
Ἐξοχωτάτη κυρία Πρέσβυς τῆς Ἑλλάδος στήν Βέρνη,
Ἐξοχώτατοι, Excellences,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ὁ ἀψευδής θεῖος λόγος ὑπεσχέθη διά τοῦ προφήτου Ἱερεμίου τήν ἀνάδειξη σωφρόνων ποιμένων τοῦ λογικοῦ ποιμνίου, ἱκανῶν νά ποιμάνουν τόν ἐμπιστευθέντα σέ αὐτούς λαό τοῦ Θεοῦ μέ σύνεση καί γνώση τῶν ἀναγκῶν καί τῶν χρειῶν του. Ἔθεσε, ὅμως, ἕνα ὅρο, μία προϋπόθεση, γιά τήν ἀπό μέρους Του τήρηση τῆς δοθείσης ὑποσχέσεως: τήν ἀνάλογη πνευματική ποιότητα καί εὐαισθησία τοῦ ποιμαινομένου λαοῦ.
Ὁ ὅρος «ποιμήν» στήν Καινή Διαθήκη ἐταυτίσθη ἀπολύτως μέ τόν σαρ-κωθέντα Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, τόν Πρῶτο καί Ἄκρο Ἀρχιποίμενα Ἰησοῦ Χριστό καί υἱοθετήθη ἀπό τόν Θεάνθρωπο ὡς ὁ κατ᾽ ἐξοχήν δηλωτικός τίτλος τῆς σχέσεώς Του μέ τά πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία φθάνει μέχρι καί τήν θυσία «ἐγώ εἰμι ὁ ποιμήν ὁ καλός· ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων2». Μετά τήν Πεντηκοστή, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι δέν ἦσαν ποιμένες μιᾶς τοπικῆς μόνον Ἐκκλησίας, ἀλλά ποιμένες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, χειροτονοῦσαν καί ἐγκαθιστοῦσαν ποιμένες-ἐπισκόπους στίς Ἐκκλησίες πού ἵδρυαν. Ἔτσι, μέ ἀδιάκοπη τήν ἀποστολική διαδοχή, ἡ Ἐκκλησία ἐκλέγει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἐγκαθιστᾶ «ἐπισκόπους ποιμαίνειν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος3».
Ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος, μετά ἀπό τήν μετάθεση τοῦ Μητροπολίτου Ἱερεμίου στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἀγκύρας καί στό πλαίσιο τῆς στοργικῆς της μερίμνης καί τῆς ἱεροκανονικῆς ἀπαιτήσεως, κατόπιν εὐμενοῦς εἰσηγήσεως τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ἐξέλεξε τήν ἐλαχιστότητά μου ὡς τόν νέο καί τρίτο κατά σειρά Μητροπολίτη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἑλβετίας ἀπό τήν ἵδρυσή της.
Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Ἑλβετίας ἱδρύθη ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό ἔτος 1982 καί ἡ διαποίμανσή της ἀνετέθη στόν Μητροπολίτη Δαμασκηνό, τόν Παπανδρέου, τόν ἀπό Τρανουπόλεως. Αὐτός ἀνέλαβε τόν ἀγῶνα τῆς συγκροτήσεως τῶν πρώτων κανονικῶν, ποιμαντικῶν, πρακτικῶν καί ὑλικοτεχνικῶν δομῶν τοῦ ἀρτισυστάτου αὐτοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας στήν καρδιά τῆς Εὐρώπης, ἔχοντος ὡς ἕδρα τήν περιλάλητη πόλη τῆς Γενεύης, τό σταυροδρόμι αὐτό τῶν λεωφόρων τῆς Οἰκουμένης. Ἡ ἐκρηκτική προσωπικότητα τοῦ ἀειμνήστου γέροντός μου Δαμασκηνοῦ -πάντοτε ἐν μέσῳ δυσχερειῶν καί πλήθους παραλλήλων ὑποχρεώσεων- συνέβαλε, ὥστε νά γίνουν ἀρκετά καί νά τεθοῦν οἱ βάσεις γιά ἄλλα. Ἀλλά, φεῦ· αἰφνιδία νόσος ἀνέκοψε τήν πορεία.
Στό πηδάλιο τῆς Μητροπόλεως ἐκλήθη ὁ ἀπό Γαλλίας Ἱερεμίας, διαχειρισθείς τά ἐνταῦθα μέ τήν διακρίνουσα αὐτόν συστολή καί εὐγένεια.
Καί τώρα, «κατά τήν εὐταξίαν τοῦ πάντα καλῶς οἰκονομοῦντος καὶ διαιροῦντος Πνεύματος4» νέος Ἐπίσκοπος καλεῖται ἐπί τήν λυχνίαν τῆς καθ´ Ἑλβετίαν Ἐκκλησίας· νέος, ἀλλά ὄχι νεανίας, νέος, ἀλλά ὄχι ἄγνωστος στόν τόπο καί στόν λαό· ἀντιθέτως, γνωστός σέ ὅλους.
Σάρκα ἀπό τήν σάρκα τοῦ κλήρου τῆς Ἐπαρχίας αὐτῆς, ὁ ἀνεξιχνιάστῳ βουλῇ καί ἀπείρῳ ἐλέει Θεοῦ προβληθείς καί τώρα ὁμιλῶν Μητροπολίτης διῆλθε ἀπό ὅλα τά στάδια, τά ὁποῖα προβλέπει ὁ νηΐτης νόμος (δηλαδή, ἡ τάξη πού διέπει τήν ὀργανωτική δομή ὑπηρεσίας σέ ἕνα πλοῖο), ὥστε, ὄχι μέ ἅλματα, ἀλλά μέ βήματα σταθερά, μετέβη ἀπό τήν «κώπην» στό «πηδάλιον» τοῦ σκάφους. Ἔτσι, ἐτηρήθη ἡ γρηγοριανή γνώμη, ὅτι «τάξις γὰρ οὐκ ἀρίστη διδάσκειν πρότερον, εἶτα μανθάνειν5». Πεποίθηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἶναι ὅτι ἡ ὀρθή τάξη τῶν πραγμά-των ἐπιβάλλει πρῶτα νά μαθαίνης καί μετά νά διδάσκης.
Εὑρισκόμενος σήμερα στήν ἀφετηρία τοῦ δρόμου τῆς ποιμαντορίας καί τῆς ἐπισκοπικῆς διακονίας, θεωρῶ τόν προκείμενο ἀγῶνα μου, «ἀφορῶν εἰς τόν τῆς πίστεως Ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν6», τόν Ποιμένα τόν προβάτων τόν καλόν, τόν εὐδοκήσαντα νά ἵσταμαι ἐγώ ὁ ἐλάχιστος εἰς τύπον καί τόπον Αὐτοῦ, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ. Ἄς εἶναι αἰνετό καί δοξασμένο τό πανάγιο ῎Ονομά Του, «τό ὑπέρ πᾶν Ὄνομα7», ἐνώπιον τοῦ Ὁποίου «κάμψῃ πᾶν γόνυ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχρονίων8».
Προστάτη κραταιό ἐπικαλοῦμαι τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Μικρόν μετά τήν μεγίστη ἑορτή τῆς Κοιμήσεώς Της τελεῖται ἡ ἐνθρόνισή μου. Σέ Αὐτήν τήν Ὑπέρμαχο Στρατηγό ἀναθέτω τήν Ἐπαρχία καί τήν ποιμαντορία μου.
Ἐπίσης, μέ δέος προσβλέπω στήν πρωτόθρονη Μητέρα Κωνσταντινουπολίτιδα Ἐκκλησία, τόν Πάνσεπτο Πατριαρχικό καί Ἀποστολικό Οἰκουμενικό Θρόνο καί τόν ἐπάνω αὐτοῦ καθήμενο Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, τοῦ Ὁποίου τίς θεοπειθεῖς εὐχές ἐπικαλοῦμαι, προσεπιδηλῶν Αὐτῷ τήν εὐπείθεια, τόν σεβασμό καί τήν ἀφοσίωση, συγχρόνως δέ καί τήν ἐκ βάθους καρδίας εὐχαριστία γιά τήν ἄμετρο πρός με πατρική συμπάθεια καί τήν εὐεργεσία. Τόν εὐχαριστῶ θερμῶς καί γιά τήν ἀποστολή τιμιωτάτου ἐκπροσώπου Αὐτοῦ καί τῆς Μητρός Ἐκκλησίας σήμερα ἐνταῦθα, τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γαλλίας κ. Ἐμμανουήλ, φίλου γνησίου καί ἐκλεκτοῦ, τήν παρουσία του ὁποίου ἐν πολλῇ τιμῇ καί εὐγνωμοσύνῃ χαιρετίζω. Σεβασμιώτατε, μνησθείη Κύριος ὁ Θεός τῆς ἀδελφικῆς πρός με ἀγάπης σας!
* * *
Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Ἑλβετίας, κληρικός τῆς ὁποίας εἶμαι ἀπό εἰκοσιοκταετίας καί πλέον καί ἀπό τοῦ νῦν ποιμήν καί κανονικός προστάτης της, εἶναι μία γεωγραφικῶς καί πληθυσμιακῶς μικρή Ἐπαρχία τοῦ Θρόνου στήν Εὐρώπη, ἡ ὁποία περιλαμβάνει στήν κανονική δικαιοδοσία της τήν Ἑλβετική Συνομοσπονδία καί τό Πριγκιπᾶτο τοῦ Λιχτενστάιν. Τόσο τό ὁμοσπονδιακό σύστημα τῶν Καντονίων, ὅσο καί οἱ γλωσσικές γεωγραφικές περιοχές, δημιουργοῦν κάτι τό ἐντελῶς ἐξαιρετικό καί διαφορετικό, συγκρινόμενο πρός ἄλλες μητροπόλεις.
Εἶναι ὄχι μόνο προσωπική βούληση ἤ αὐτονόητη κανονική ἐπιταγή, ἀλλά καί προτροπή τῆς Α.Θ. Παναγιότητος, τοῦ Πατριάρχου, ἡ τακτική λειτουργική ἐπίσκεψη τοῦ Ποιμενάρχου σέ ὅλες τίς Ἐνορίες καί ἡ ἐπιτόπια ἐξέταση ὅλων τῶν θεμάτων. Ἡ ἐγκατεστημένη τακτική τῆς μεταβάσεως τοῦ Ποιμενάρχου μόνον μία φορά τόν χρόνο στίς πανηγύρεις τῶν μεγάλων Ἐνοριῶν καί ἡ ἀγνόηση τῶν λοιπῶν, ἐγκαταλείπεται!
Τό θέμα τῆς χαράξεως τῶν ὁρίων ὡρισμένων ἐνοριῶν, οἱ ὁποῖες εἶχαν συγκροτηθῆ πρίν ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Μητροπόλεως Ἑλβετίας (1982), ἀπό ποιμενάρχες μακράν τῆς χώρας ἐγκατεστημένους (ἀρχικῶς τόν Θυατείρων καί Μ. Βρεταννίας καί, ἐν συνεχείᾳ, τόν Αὐστρίας) καί ἄγνοια ἔχοντες ἐν πολλοῖς τῆς ἐνταῦθα πραγματικότητος, ἀσφαλῶς χρήζει ἐπανεξετάσεως. Ὁ πρόχειρος σχεδιασμός κατανομῆς τῶν Ἐνοριῶν παρακολούθησε, ἀσφαλῶς, τήν ἐγκατάσταση στήν Ἑλβετία τοῦ πρώτου κύματος ὀρθοδόξων πιστῶν τῶν δεκαετιῶν τοῦ ´60 καί τοῦ ´70. Τόσο ἡ γλωσσική ταυτότητα ὅσο καί ἡ προσφορά ἐργασίας κάθε περιοχῆς γιά ἐπαγγελματική ἀποκατάσταση, προσείλκυσε ἀναλόγου ἐνδιαφέροντος ἤ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου πιστούς. Ἡ σταδιακή, κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες, αὔξηση τοῦ πληρώματος, καί ἡ ἐντυπωσιακή ἔκρηξη τοῦ ἀριθμοῦ αὐτοῦ, κατά τήν τελευταία ὀκταετία, ὡς συνέπεια τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως στήν Γενέτειρα, ἀκύρωσε, ἀπολύτως, τόν παλαιό κανόνα. Ἡ ἐγκατάσταση στό σύνολο τῆς χώρας νέων πεπαιδευμένων καί γλωσσομαθῶν, ἐπιστημόνων ἤ ἐπαγγελματιῶν, ἀπαιτεῖ ἀφ᾽ἑνός μέν τήν ἀνάλογη προσοχή ἀπό πλευρᾶς τῶν σημερινῶν ὑπευθύνων κληρικῶν τῶν ὑφισταμένων Ἐνοριῶν, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ τήν δημιουργία νέων Ἐνοριῶν εἴτε μέ τήν ἀνύψωση στήν περιωπή αὐτονόμου Ἐνορίας ἤδη ὑπαρχόντων εὐχαριστιακῶν πυρήνων (π.χ. στό Ὄλτεν, στήν Λουκέρνη καί ἀλ-λοῦ), ἐποπτευομένων ἕως σήμερα ἀπό γειτονικές Ἐνορίες, εἴτε μέ τήν ἵδρυση ἄλλων, διά τῆς ἀποσπάσεως ἐδαφῶν ἀπό μεγάλες καί δυσποιμαινόμενες Ἐνορίες. Ἄλλωστε, ἡ αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν λειτουργιῶν καί λοιπῶν ἀκολουθιῶν σέ αὐτές τίς μικρές, ἀλλά δυναμικές, ἐνοριακές δομές ἀποτελεῖ πιεστικό αἴτημα τῶν πιστῶν τῶν περιο-χῶν αὐτῶν. Λόγῳ τῶν γνωστῶν σέ ὅλους σοβαρῶν οἰκονομικῶν προβλημάτων, ἡ κάλυψη τῶν Ἐνοριῶν αὐτῶν ἀπό πλευρᾶς λατρευτικῆς καί λειτουργικῆς, καί μέχρι νά ὀργανωθοῦν καλῶς, θά γίνεται μέ μετακινουμένους νέους κληρικούς, κάποιοι ἀπό τούς ὁποίους θά ἔρχονται ἀρωγοί καί στό ποιμαντικό καί λειτουργικό ἔργο μεγάλων Ἐνοριῶν τῆς Ἐπαρχίας.
Στήν ὀργανική δομή τῆς Μητροπόλεως καί ὑπό τήν κανονική προστασία τοῦ ὠμοφορίου τοῦ Μητροπολίτου Ἑλβετίας εὑρίσκονται καί δύο ἀκμάζουσες γαλλόφωνες ἐνορίες, τῆς Γενεύης καί τοῦ Φριβούργου. Γιά τήν αὔξηση καί ἀνάπτυξη αὐτῶν χάριτες ὀφείλονται στόν ἀόκνως καί θυσιαστικῶς ἐπί τεσσαρακονταετία ὑπηρετήσαντα στήν Γενεύη καί πολλά προσφέροντα στό Φριβούργο π. Ἰωάννη Renetteau, τόν σημερινό Ἀρχιεπίσκοπο Χαριουπόλεως καί πατριαρχικό ἔξαρχο τῶν ἐν Δυτικῇ Εὐρώπῃ Ὀρθο-δόξων Παροικιῶν ρωσσικῆς παραδόσεως. Ἡ αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν γαλλοφώνων πιστῶν καί σέ ἄλλες περιοχές τῆς γαλλοφώνου Ἑλβετίας ἀπαιτεῖ τήν ἵδρυση νέας ἤ νέων Ἐνοριῶν. Πρόθεση μου εἶναι ἡ ἐπαναφορά στό προσκήνιο τοῦ τίτλου τοῦ ἀρχιερατικοῦ ἐπιτρόπου τῶν γαλλοφώνων ἐνοριῶν, ὁ ὁποῖος ὑπνώττει ἀπό τριετίας καί πλέον. Ὁ τίτλος δέν θά εἶναι τιμητικός. Ὁ κάτοχος του θά εἶναι ὁ συντονιστής τοῦ ἔργου καί τῶν προγραμμάτων τῶν ἐνοριῶν αὐτῶν καί θά ἀναφέρεται ἀπ᾽ εὐθείας στόν Μητροπολίτη.
(Deux paroisses francophones florissantes font aussi partie de la structure organique du diocèse, étant sous le pallium du métropolite de Suisse : Genève et Fribourg. Nous savons gré pour leur développement aux efforts suivis du père Jean Renetteau qui, avec abnégation, a exercé son ministère à Genève pendant une quarantaine d’années et qui a beaucoup offert à Fribourg, l’actuel archevêque de Charioupolis et exarque patriarcal des paroisses orthodoxes d’origine russe en Europe occidentale. L’accroissement du nombre des fidèles francophones dans d’autres régions de Suisse romande requiert la création d’une ou de nouvelles paroisses. J’entends rétablir le titre de vicaire épiscopal des paroisses francophones, tombé en désuétude depuis plus de trois ans. Ce titre ne sera pas simplement honorifique. Le titulaire sera le coordinateur du travail et des programmes de ces paroisses, et il aura sa référence directe au métropolite).
Ἡ τέλεση τοῦ Θ. Λειτουργίας καί τοῦ ἐντός αὐτῆς μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχα-ριστίας, ὅπως καί τῶν λοιπῶν μυστηρίων καί ἱερῶν ἀκολουθιῶν, εἶναι ὁ καθρέπτης τῆς ζωῆς ἑνός κληρικοῦ καί ἑνός Ναοῦ. Τίποτε ἄλλο δέν εἶναι ἱκανό νά δικαιώση τόν λειτουργό ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν «ἀνένοχον καί ἀκατάκριτον παράστασιν τοῦ ἁγίου Θυσιαστηρίου9» καί τήν μετά φόβου Θεοῦ, προσοχῆς καί εὐταξίας, τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας. Σέ αὐτό τό σημεῖο θά προσθέσω μετά πολλῆς ἐμφάσεως καί τήν ἀπαίτηση γιά πιστή ἐφαρμογή τοῦ Τυπικοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπό κληρικούς καί ψάλτες. Κάθε λειτουργική κίνηση, μελωδία, λόγος, προφορικός ἤ γραπτός καί πράξη, ὀφείλει νά ἀποπνέη τό μῦρον τῆς Πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τήν λιτή ἀρχοντιά τοῦ Φαναρίου. Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Ἑλβετίας ἔχει τήν ἰδιαίτερη εὐλογία παρά Θεοῦ νά φιλοξενῆ στό ἔδαφός της μία μεγάλη καί λαμπρή ἱερατική προσωπικότητα, ἱκανή νά προσφέρη ἐμπειρία καί διδαχή στό ἐν λόγῳ θέμα, τόν Μ. Πρωτοπρεσβύτερο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Γεώργιο Τσέτση. Ἀνήκει στήν τάξη ἐκείνων τῶν προσώπων τῆς Ἱστορίας, τά ὁποῖα ἀνέδειξαν τούς τίτλους καί δέν ἀνεδείχθησαν ἀπό αὐτούς. Ἔτσι, γιά τόν πατέρα Γε-ώργιο τό ἐπίθετο «Μέγας» δέν προσδιορίζει μόνο τόν τίτλο του, ἀλλά καί τό ἐπώνυμό του, ὁ «Μέγας Τσέτσης». Αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου χρήση σκοπεύει νά κάνη ἡ Ἱερά Μητρόπολις γιά τήν μαθητεία κλήρου, ψαλτῶν καί λαοῦ.
Ἄμεσοι συνεργοί τοῦ Ἱερέως στό λειτουργικό ἔργο τῆς Ἐνορίας εἶναι οἱ ψάλτες καί οἱ ἀναγνῶστες, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν νά γνωρίζουν ὅτι ἀποτελοῦν τόν κατώτερο κλῆρο, μέ τίς ὑποχρεώσεις, τά προνόμια καί τήν τιμή πού αὐτό συνεπάγεται. Ἡ λειψανδρία ἀφ᾽ ἑνός ὡς καί ἡ οἰκονομική δυσπραγία ἀφ᾽ ἑτέρου, ἀπαγορευτική γιά μετάκληση ψαλτῶν ἀλλαχόθεν, ἔχουν ἀπογυμνώσει, πλήν ἐξαιρέσεων, τά περισσότερα ἱερά ἀναλόγια ἀπό κατηρτισμένους ψάλτες. Εὐχαριστοῦμε θερμῶς τούς ὑπάρχοντες, ἡ παρουσία τῶν ὁποίων διασφαλίζει τήν ἀπρόσκοπτη λατρευτική ζωή τῶν Ἐνοριῶν μας· συνιστῶ, ὅμως, πατρικῶς τήν διαρκῆ μελέτη, τήν συστηματική ἐκπαίδευση στόν ἕλληνα λόγο, τήν βελτίωση, τήν προσοχή, τό ἦθος καί, κυρίως, τήν ταπείνωση.
Πλησίον τῶν τιμίων καί καλῶν ἐφημερίων τῶν Ἐνοριῶν ἔχουν ἐπιλεγεῖ καί κληθῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία νά προσφέρουν τίς ὑπηρεσίες τους λαϊκοί συνεργάτες ὡς μέλη τῶν διοικητικῶν συμβουλίων ἤ τῶν ἐνοριακῶν ἐπιτροπῶν. Ἡ ἀνομοιομορφία τῶν νομικῶν προσώπων τῶν ἐνοριακῶν σωμάτων, ἱδρυθέντων κατά διαφόρους καιρούς, ἐνίοτε ἀπό λαϊκούς μόνο, καί ἐν συνεχείᾳ ὑπαχθέντων στήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία ἔχει δημιουργήσει μία ποικιλία τύπων καί τίτλων διοικήσεως τῶν Ἐνοριῶν. Τό θέμα θά πρέπει νά ἐξετασθῆ μέ σεβασμό μέν πρός τήν ἱστορία τῶν φορέων, ἀλλά καί συντονισμό πρός τήν ἐκκλησιαστική τάξη. Εἶναι, π.χ. ἀδιανόητο, σήμερα, 36 χρόνια μετά ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Μητροπόλεως, νά ὑπάρχουν τίτλοι νομικῶν προσώπων Ἐνοριῶν, ἐντός τῶν ὁποίων δέν ὑπάρχει ἡ παραμικρή ἀναφορά στήν κανονική Ἀρχή τους, δηλαδή, τήν Μητρόπολη Ἑλβετίας, ἤ στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Παραλλήλως πρός τήν αὐτονόητη ἔκφραση τῶν πολλῶν θερμῶν πατρικῶν εὐχαριστιῶν γιά τήν προσφορά τῶν λαϊκῶν συνεργατῶν, ὑπενθυμίζεται ὅτι ἡ διακονία τους πρός τήν Ἐκκλησία περιγράφεται ὡς συμμετοχή τους στό ὄργανο διοικήσεως τῆς νομικῆς φυσιογνωμίας τοῦ τοπικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φορέως, κατά τήν ἀπαίτηση τῆς ἰσχυούσης καί διεπούσης τά σώματα αὐτά τοπικῆς νομοθεσίας. Μετέχουν, δηλαδή, στό ὄργανό διοικήσεως τοῦ νομικοῦ προσώπου τοῦ φορέως καί ὄχι στήν διοίκηση τῆς Ἐνορίας ὡς ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Οἱ ἐφημέριοι τῆς Μητροπόλεως Ἑλβετίας ἔχουν ἕνα καί μοναδικό προϊστάμενο, τόν Μητροπολίτη Ἑλβετίας, καί σέ αὐτόν καί μόνον ἀναφέρονται καί ἀπό αὐτόν καί μόνον ἐλέγχονται. Ὡσαύτως, ἡ λατρευτική ζωή καί τό λοιπό λειτουργικό πρόγραμμα τῆς Ἐνορίας ἀποτελοῦν χῶρο προνομιακῆς καί ἀποκλειστικῆς εὐθύνης τοῦ ὑπευθύνου Ἐφημερίου. Αὐτή εἶναι ἡ τάξη τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅπως συμβαίνει στίς περισσότερες Μητροπόλεις, ὁ τομέας τῆς φιλανθρωπίας ἔχει ἀνατεθῆ σέ ἕνα κεντρικό σῶμα, πρός τό ὁποῖο διοχετεύονται, ἤ ἔτσι πρέπει νά γίνεται, ἀπό τίς Ἐνορίες ὅλες οἱ ὑποθέσεις πρός κρίση καί ἀξιολόγηση. Ὁ φορέας αὐτός, τό Ποιμαντικό καί Φιλανθρωπικό Ἵδρυμα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἱδρύθη πρίν ἀπό 33 χρόνια καί ἐστελεχώθη μέ πρόσωπα τά ὁποῖα ἐδικαίωσαν στόν ἀπόλυτο βαθμό τίς προσδοκίες τῆς Ἐκκλησίας γιά τίμια καί σώφρονα διαχείριση τῶν εἰσφορῶν. Ἡ ἐποχή ἱδρύσεώς του ἐπέβαλε τήν ἄνευ διακρίσεων προσφορά ἀγωγῆς πρός πάντες, δεδομένου ὅτι πιστοί τῶν ἐμπεριστάτων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς Εὐρώπης δέν εἶχαν ἄλλη καταφυγή. Ἔκτοτε, πολλά ἄλλαξαν ἐπί τά βελτίω στόν χῶρο τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς Εὐρώπης καί ἡ ἐπανεκτίμηση ὡρισμένων παραμέτρων τῆς δράσεως καί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ ἐν λόγῳ Ἱδρύματος εἶναι εὐκτέα.
* * *
Τό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀποτελεῖ τό δεύτερο κεφάλαιο τῆς δράσεως τοῦ νέου Μητροπολίτου Ἑλβετίας, δεδομένου ὅτι μέ ἀπό-φαση τῆς Ἐκκλησίας ἀνετέθη σέ αὐτόν ἡ Προϊσταμενία τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ Ἱδρύματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης. Πρωταρχική μέριμνα τοῦ Προϊσταμένου εἶναι ἡ πιστή καί ἀπαρέγκλιτη ἐφαρμογή τῶν σκοπῶν τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅπως διαγράφονται στόν Πατριαρχικό καί Συνοδικό Τόμο τῆς ἱδρύσεώς του (1966):

-ἡ πληροφόρησις τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως, καί εἰδικώτερα τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, σχετικά πρός τήν Ὀρθόδοξη λατρεία καί τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, παράδοση καί θεολογία,

-ἡ ἐπί τόπου μελέτη τῆς θεολογίας καί τοῦ πνευματικοῦ βίου τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν,

-ἡ ἐξυπηρέτηση τῶν ἐπαφῶν μεταξύ τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἡ κατά τόν τρόπο αὐτό προώθησις τῆς ὀρθοδόξου ἑνότητος,

-ἡ προαγωγή τοῦ οἰκουμενικοῦ πνεύματος διά τῆς καλλιεργείας τῶν σχέσεων τῆς ‘Ορθοδοξίας πρός τίς ἄλλες χριστιανικές Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες μέ ἀπώτερο στόχο τήν προώθηση τῆς διαχριστιανικῆς ἑνότητος.

Ἐπιπροσθέτως, ἡ παραίνεση τοῦ Πατριάρχου περί τοῦ ρόλου καί τῆς διακονίας τοῦ νέου Προϊσταμέρνου ἦταν σαφής καί οὐδείς λόγος εἶναι δυνατόν νά προστεθῆ ἀπό μέρους μου: “Νά ἀγωνισθῇς διά τό Ὀρθόδοξον Κέντρον, ὥστε αὐτό νά λειτουργῇ συμφώνως πρός τόν ἀρχικόν αὐτοῦ προορισμόν. Νά καταστῇ δυναμικός τόπος διαλόγου, συνεδρίων, οἰκουμενικῶν συναντήσεων καί ἄλλων ἐκδηλώσεων εἰς τήν ὑπηρεσίαν τῆς ἑνότητος, τῆς προβολῆς τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ, διά τῆς ἀναδείξεως καί τοῦ Μουσείου τοῦ Κέντρου. Τό Ὀρθόδοξον Κέντρον ἐν Σαμπεζύ εἶναι χῶρος ἱστορικός καί ἱερός. Ὡς Προϊστάμενος αὐτοῦ τοῦ Κέντρου ἀναλαμβάνεις μεγάλας εὐθύνας. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἐπραγματοποιήθη. Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας συνεχίζεται καί τό Κέντρον καλεῖται νά διαδραματίζῃ, μέ νέαν πνοήν καί σύγχρονον ὀργάνωσιν, τόν διορθόδοξον, διαχριστιανικόν, διαθρησκειακόν, εἰρηνευτικόν καί διαλογικόν ρόλον του”.
Εὑρισκόμεθα στόν ἱερό Σταυροπηγιακό Ναό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος προσφυῶς ἔχει χαρακτηρισθῆ τό Κέντρο τοῦ Κέντρου. Ἡ ὑποδειγματική τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας, τῶν Μυστηρίων καί τῶν λοιπῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν εἶναι ὑποχρέωση καί καθῆκον ἱερό πάντων τῶν καθ´οἱονδήποτε τρόπο ἐργαζομένων καί διακονούντων στό Πατριαρχικό αὐτό Σταυροπήγιο. Ὁ Ναός αὐτός ἦταν καί πρέπει νά παραμείνη σχολεῖο Τάξεως καί Τυπικοῦ· πρέπει νά διδάσκη καί ὄχι νά υἱοθετῆ ξένα καί ὀθνεῖα.
* * *
Τό Ἰνστιτοῦτο Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν Ὀρθοδόξου Θεολογίας ἱδρύθη ὡς ἀκαδημαϊκή δραστηριότητα τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης καί λειτουργεῖ ἤδη ἀπό τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους 1997-1998 σέ συνεργασία μέ τήν Ρωμαιοκαθολική Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Φριβούργου καί τήν Προτεσταντική Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Γενεύης. Ἡ ἀποστολή τοῦ Μεταπτυχιακοῦ Ἰνστιτούτου στά πλαίσια τῶν θεσμικῶν δραστηριοτήτων τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου ἔχει καθορισθῆ διά τοῦ ἀπό 19ης Ὀκτωβρίου 1975 Πατριαρχικοῦ Σιγιλλίου καί ἀποσκοπεῖ εἰδικώτερα στήν «ἀνάπτυξιν ἐν αὐτῷ ἐπιστημονικοῦ θεολογικοῦ φυτωρίου ἐν οἰκουμενικῇ προοπτικῇ, μέλλοντος ἵνα μεταπτυχιακῶς καταρτίζῃ στελέχη ἐξ ἁπασῶν τῶν κατά τόπους ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, χρήσιμα διά τάς ἀνάγκας αὐτῶν, ἐξειδικευμένα δέ εἰς τήν διεξαγωγήν διορθοδόξων καί διαχριστιανικῶν διαλόγων, εἰς ἀντίδοσιν ἀνατολικῆς καί δυτικῆς θεολογίας».
Ἐπιθυμία καί συμβουλή τοῦ Πατριάρχου πρός τόν νέο Προΐστάμενο τοῦ Κέντρου εἶναι:
«Νά στηρίζῃς, μετά τῶν συνεργατῶν σου, τήν λειτουργίαν τοῦ Ἰνστιτούτου Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν Ὀρθοδόξου Θεολογίας, τοῦ ἀξιολόγου αὐτοῦ ἐπιστημονικοῦ φυτωρίου, τό ὁποῖον καταρτίζει φοιτητάς ἐξ ἁπασῶν τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τό Ἰνστιτοῦτον πρέπει νά συνεχίσῃ νά προσφέρῃ ἀκωλύτως τάς πολυτίμους ὑπηρεσίας του εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί τήν Θεολογίαν, νά διακονῇ ἀποτελεσματικῶς τό οἰκουμενικόν πνεῦμα καί τήν θεολογικήν γνῶσιν. Θεωροῦμεν ἰδιαιτέρως σημαντικόν, τό καθ᾿ ἡμᾶς Ἰνστιτοῦτον νά δύναται νά ἐκπληρώνῃ τήν ἐκκλησιαστικήν καί τήν ἀκαδημαϊκήν ἀποστολήν του ἐν ἀγαστῇ συνεργασίᾳ μετά τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῶν Πανεπιστημίων τῆς Γενεύης καί τοῦ Φριβούργου».
Ἡ νέα πνοή καί ἡ σύγχρονη ὀργάνωση, τίς ὁποῖες ἀπαιτεῖ ἡ Ἐκκλησία διά στόματος τοῦ Πατριάρχου, ἐντός τῶν δυνατοτήτων καί τῶν οἰκονομικῶν δεδομένων, ἀσφαλῶς θά ὁδηγήσουν σέ ἀναθέρμανση τοῦ ἐνδιαφέροντος νέων θεολόγων ἀπό ὅλο τόν κόσμο νά ἔλθουν στό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Σαμπεζύ. Ἡ ἐπιλογή τῶν φοιτητῶν βαρύνει, ἀσφαλῶς, τό ἁρμόδιο Ἀκαδημαϊκό Συμβούλιο, ὅμως τά λοιπά περί τόν Προϊστάμενο στελέχη εἶναι αὐτά πού ἔχουν τήν καθημερινή ἐπαφή μαζί τους καί διαμορφώνουν ἐν πολλοῖς τήν εἰκόνα τοῦ Ἰνστιτούτου. Ὀφείλουν, λοιπόν, ὅλα τά στελέχη νά γνωρίζουν, ὅτι οἱ φοιτητές ἔχουν ἔλθει μέ ἕνα σκοπό: τίς σπουδές τους καί ὅ,τι ἄλλο ἐπωφελές συνδέεται μέ αὐτές ἤ μέ τήν λατρευτική ζωή τοῦ χώρου. Κλήση γιά προσφορά ἐργασίας ἤ ὑποχρεωτική ἀνάθεση ἁλλοτρίων ὑπηρεσιῶν καί μάλιστα σέ προσωπικό ἐπίπεδο κρίνεται ἀπαράδεκτη καί θά ἐλέγχεται.
* * *
Ἅγιοι ἀρχιερεῖς, σεβαστοί καί ἀγαπητοί παρόντες,
Ἡ ὑπόσχεση τοῦ Παναγίου Θεοῦ πρός τόν προφήτη Ἱερεμία, ἡ ὁποία καί ἐτέθη ὡς προμετωπίδα τοῦ λόγου αὐτοῦ, γιά ἀνάδειξη ποιμένων, ἱκανῶν νά ποιμάνουν τόν λαό μετ᾽ ἐπιστήμης, δηλαδή, μέ γνώση, μέ σύνεση, συνεδέθη ἀρρήκτως μέ τήν ταυτότητα αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ πληρώματος, τό ὁποῖο, κάποιες φορές, λησμονεῖ τόν ἀληθῆ ρόλο τοῦ ποιμένος του καί ζητεῖ «οὐχ ἱερεῖς, ἀλλὰ ῥήτορας· οὐδὲ ψυχῶν οἰκονόμους, ἀλλὰ χρημάτων φύλακας· οὐδὲ θύτας καθαροὺς, ἀλλὰ προστάτας ἰσχυρούς10».
Δεηθῆτε, παρακαλῶ, ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, καί ἐσεῖς ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ, νά ἀναδειχθῆ ὁ μέν ποιμήν τῆς λογικῆς ποίμνης τῆς ἀλπικῆς Ἑλβετίας ἀρχιερεύς γνήσιος, οἰκονόμος ψυχῶν καί θύτης καθαρός, τό δέ ποίμνιο «γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαός εἰς περιποίησιν11», ὥστε, καταθέτοντας ὁ ὁμιλῶν τήν παρακαταθήκη «ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ φοβερᾷ τῆς ἀνταποδόσεως τοῦ Κυρίου τῆς δικαίας12 » νά μπορέση νά ψελλίση: «Κύριε, ἰδού ἐγώ καί τά παιδία, ἅ ἔδωκάς μοι13»· «ἐγώ ἐτήρουν αὐτά ἐν τῷ ὀνόματί σου· ἅ δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καί οὐδέν ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο14».
Γένοιτο, Ἀμήν!

1Ἱερεμίου γ´, 15
2Ἰωάννου ι´,11
3Πράξεις Ἀποστόλων κ´,28
4Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 42. Συντακτήριος εἰς τήν τῶν ρν´ ἐπισκόπων παρουσίαν
5Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 42. Συντακτήριος εἰς τήν τῶν ρν´ ἐπισκόπων παρουσίαν
6Ἑβραίους ιβ´, 2
7Φιλιππησίους β´, 9
8Φιλιππησίους β´, 10
9Εὐχή τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
10 Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 42. Συντακτήριος εἰς τήν τῶν ρν´ ἐπισκόπων παρουσίαν
11Α´ Πέτρου β´, 9
12Θ. Λειτουργία Μ. Βασιλείου
13Ἑβραίους β´, 13
14Ἰωάννου ιζ´, 12

Ἀνακοίνωσις

Τά γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἑλβετίας θά παραμείνουν κλειστά ἀπό τήν Μεγάλη Τρίτη, 30 Ἀπριλίου, ἕως καί τήν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου, 7 Μαΐου 2024.

Κατά τό διάστημα αὐτό δέν θά εἶναι δυνατή ἡ λήψη ἠλεκτρονικῶν μηνυμάτων ἤ τηλεφωνικῶν κλήσεων.

Τό λειτουργικό πρόγραμμα τῶν Ἐνοριῶν γιά τήν Μ. Ἑβδομάδα καί τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα θά εἶναι ἀνηρτημένο κατά Ἐνορία στήν ἑνότητα ΕΝΟΡΙΕΣ

τῆς ἱστοσελίδος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως dioceseorthodoxe.ch.

Στήν ἴδια ἑνότητα ὑπάρχουν οἱ τηλεφωνικοί ἀριθμοί καί οἱ διευθύνσεις τῶν ἱερῶν Ναῶν.

Annonce

Les bureaux de l’Archêveché de Suisse resteront fermés du mardi saint 30 avril au mardi gras 7 mai 2024.

Il ne sera pas envisageable de recevoir des messages électroniques ou des appels téléphoniques pendant cette période.

Le programme liturgique des paroisses pour la Semaine Sainte et le dimanche de Pâques sera mis en ligne

par paroisse dans la rubrique PAROISSES du site Internet de l’Archêveché dioceseorthodoxe.ch.

Les numéros de téléphone et les adresses des églises paroissiales sont également disponibles dans la même section.