Ἡ εἰς πρεσβύτερον χειροτονία τοῦ Ἀρχιδιακόνου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἑλβετίας
Στήν εὐφρόσυνη ἀτμόσφαιρα τῆς Μητροπόλεως τῶν Ἑορτῶν, ὅπως χαρακτηρίζει τήν μεγάλη δεσποτική ἑορτή τῆς κατά σάρκα γεννήσεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, προσετέθη καί ἡ πνευματική χαρά τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου τῆς εἰς πρεσβύτερον χειροτονίας τοῦ Ἀρχιδιακόνου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἑλβετίας κ. Γαβριήλ Baratashvili.
Τήν Κυριακή μετά τήν Χριστοῦ γέννησιν, 29η Δεκεμβρίου λήγοντος ἔτους, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἑλβετίας κ. Μάξιμος ἐχοροστάτησε στόν Ὄρθρο καί προέστη τῆς Θείας Λειτουργίας στόν ἱερό ναό τοῦ Ἁγίου ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου τοῦ Ὀρθοδοξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, κατά τήν ὁποία ἐχειροτόνησε εἰς πρεσβύτερον τόν ἐπί ἑξαετίαν Ἀρχιδιάκονό του.
Συλλειτουργοί τοῦ προεξάρχοντος Ἱεράρχου παρέστησαν οἱ Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτης κ. Φανούριος Θολιώτης καί Αἰδεσιμολ. Πρωτοπρεσβύτερος κ. Βασίλειος Κοτρότσιος, Πρωτοσύγκελλος καί Γεν. Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ἑλβετίας, ἀντιστοίχως, οἱ Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρῖτες κ.κ. Φιλάδελφος Καφαλῆς, Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Βελγίου, καί Δαμασκηνός Κασσώτης, Ἱερ. Προϊστάμενος τῆς ἐνορίας τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης St. Gallen, οἱ Αἰδεσιμολ. Πρωτοπρεσβύτεροι κ.κ. Παῦλος Κουντούρης, ἐκ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Καρυστίας καί Σκύρου, Μιχαήλ Κρητικοῦ, ἐκ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ρόδου, Ἀλέξανδρος Sadkowsky, Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τῶν γαλλοφώνων ἐνοριῶν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ἑλβετίας, Ἀθανάσιος Τοπαρλάκης, Ἱερ. Προϊστάμενος τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Βρυξελλῶν καί Δημήτριος Μαρτζέλος, Ἱερ. Προϊστάμενος τῆς ἐνορίας τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας Βασιλείας.
Παρέστησαν πρόεδροι καί ἐκπρόσωποι ὁμογενειακῶν φορέων, μέλη τῆς γεωργιανῆς παροικίας καί πλῆθος χριστωνύμου λαοῦ ἀπό τίς δύο στεγαζόμενες στό Ὀρθόδοξο Κέντρο ἐνορίες τῆς Μητροπόλεως Ἑλβετίας, τοῦ Ἁγίου Παύλου (ἑλληνόφωνη) καί τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης (γαλλόφωνη) Γενεύης.
Στήν ὁμιλία του, γενομένη στήν γαλλική, λόγῳ τῆς παρουσίας στήν Θ. Λειτουργία καί γαλλοφώνων καί γεωργιανοφώνων πιστῶν, ὁ Μητροπολίτης Ἑλβετίας Μάξιμος, ἀνεφέρθη στό μέγα μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης, ὑπενθυμίσας στόν νέο πρεσβύτερο τῆς Ἐκκλησίας τά παραγγέλματα πρός Ἱερέα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Ἐπεσήμανε τίς δυσκολίες, τίς ὁποῖες θά συναντήση στήν ποιμαντική καί τήν λειτουργική του διακονία, ὑπογραμμίσας ὅτι “ἡ ἀπόφαση μορφωμένων νέων, προικισμένων μέ ἦθος καί ἀρετές, νά γίνουν μοναχοί καί κληρικοί ἐκπλήσσει τόν σύγχρονο ἄνθρωπο μιᾶς ἐποχῆς, ἡ ὁποία ἀπώθησε στό περιθώριο τόν Θεό καί φαίνεται ἀνίκανη νά ἐκτιμήση τήν ψυχική εὐγένεια καί τήν πνευματική καλλιέργεια ὡρισμένων νέων, οἱ ὁποῖοι τήν λειτουργική διακονική προτροπή “πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα” τήν ἀνέδειξαν ὡς τήν ὑπερτάτη ἀξία καί πράξη τῆς ζωῆς τους”.
Ἀνέφερε ὅτι ὁ π. Γαβριήλ “ὑπηρέτησε τήν Μητρόπολή μας καί τόν ἐπίσκοπόν του μέ προθυμία, ἀφοσίωση καί ὑπακοή. Τό ἐκκλησιαστικό φρόνημά του, τό ἦθος σου καί ἡ ἀρίστη γνώση τοῦ τρόπου τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας, τήν ὁποία ἀπέκτησε, ἀρχικῶς, στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς πατρίδος του, τήν ἀρχαία Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας, τοῦ ἐπέτρεψαν, μέ τήν βοήθεια καί τήν ἀμέριστη συμπαράσταση καί διδασκαλία τοῦ πνευματικοῦ πατρός του ἀειμνήστου Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση, νά προσλάβη τό ἦθος καί νά ἐφαρμόση τήν παρ᾽ ἡμῖν ἰσχύουσα τάξη, σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά γίνεται διδάσκαλος στούς νεωτέρους διακόνους. Λίαν συντόμως ἀνυψώθη σέ Ἀρχιδιάκονο καί ἀπό τῆς θέσεως αὐτῆς ὑπηρέτησε, κατά τρόπον ὑποδειγματικό μέχρι σήμερα, γενόμενος ἔτσι ὁ μακροβιότερος ἀρχιδιάκονος στήν ἱστορία τῆς Μητροπόλεώς μας. Ἡ θεολογική καί ἀκαδημαϊκή του παιδεία (πρῶτο πτυχίο στόν χῶρο τῆς οἰκονομίας) καί ἡ καλή γνώση ξένων γλωσσῶν προσέφεραν καί προσφέρουν στήν τοπική Ἐκκλησία σημαντική βοήθεια στό ἔργο της”.
Μέ τήν προσφορά καί τήν προσωπική ἐργασία τῶν περισσοτέρων μελῶν τῆς γεωργιανῆς παροικίας καί πιστῶν ἀπό τίς δύο ἐνορίες τῆς Γενεύης, παρετέθη στούς παρακειμένους χώρους τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου γεῦμα, στό ὁποῖο παρεκάθησαν οἱ ἐκκλησιασθέντες πιστοί.
Ἀπό τό Γραφεῖο Τύπου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἑλβετίας
Ὁμιλία ἐκφωνηθεῖσα
ὑπό τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἑλβετίας κ. Μαξίμου
κατά τήν εἰς πρεσβύτερον χειροτονία
τοῦ Ἱερολογιωτάτου Ἀρχιδιακόνου κ. Γαβριήλ Baratasvili[1]
* * *
Ἡ χαρά καί ἡ ψυχική εὐφορία τῆς “Μητροπόλεως τῶν Ἑορτῶν”, ὅπως ὀνομάζει τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, παρατείνεται ἑορτολογικῶς καί σήμερον, τήν Κυριακή μετά τήν κατά σάρκα Γέννησιν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στόν σκοτεινό οὐρανό τῆς Ἱστορίας τοῦ κόσμου ἀνέτειλε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, προκειμένου νά ὁδηγήσῃ τούς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένους πρός τό φῶς τῆς ἀληθοῦς γνώσεως καί τῆς ἀποκαλύψεως, ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ζωή καί τό Φῶς τοῦ κόσμου.
Ἐάν ὁ ἀρχιδιάκονος Στέφανος ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς ὁ Πρωτομάρτυς, ὁ πρῶτος ἐπώνυμος μάρτυς, ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας ἑορτάζει σήμερον τήν μνήμη τῶν ἀνωνύμων μέν στούς ἀνθρώπους, γνωστῶν δέ στόν Θεό πρωτομαρτύρων, τῶν Ἁγίων Νηπίων τῶν ὑπό Ἡρώδου ἀναιρεθέντων. Συμπανηγυρίζει καί τήν ἱερά μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, τοῦ σιωπηλοῦ προσώπου τῆς ἱερᾶς ἱστορίας, ὁ ὁποῖος διεδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στήν προστασία τοῦ Παιδίου Ἰησοῦ καί τῆς Παναγίας Μητρός Του. Ἐπίσης, τήν Κυριακή αὐτή ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ ἀπό κοινοῦ τήν μνήμη τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ τοῦ ψαλμῳδοῦ καί τοῦ Ἁγίου ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, πρώτου ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων. Ὁ πρῶτος μέσα ἀπό τούς ψαλμούς του, τούς λεγομένους βασιλικούς ἤ μεσσιανικούς, ὑμνεῖ προφητικῶς τόν Χριστό ὡς τόν Βασιλέα καί Μεσσία, τήν ἔλευση τοῦ Ὁποίου ἡ Ἐκκλησία ἑώρτασε πρό ὀλίγων ἡμερῶν. Μέ τόν δεύτερο, τόν Ἰάκωβο, υἱό τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ, ἀρχίζει ὁ ἐπισκοπικός κατάλογος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων.
Ἀγαπητέ Ἀρχιδιάκονε καί πνευματικό μου τέκνο Γαβριήλ,
Στήν εὐφρόσυνη ἀτμόσφαιρα τῆς σαρκώσεως τοῦ Θείου Λόγου καί τῶν λοιπῶν ἑορτῶν τῆς σημερινῆς Κυριακῆς προστίθεται καί ἡ πνευματική χαρά τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου τῆς χειροτονίας σου.
Πρίν ἀπό 6 ἀκριβῶς ἔτη στεκόσουν στήν ἴδια αὐτή θέση, ἀναμένοντας νά λάβης τόν πρῶτο βαθμό τῆς ἱερωσύνης, τόν βαθμόν τοῦ διακόνου. Ὑπηρέτησες τήν Μητρόπολή μας καί τόν ἐπίσκοπόν σου μέ προθυμία καί ἀφοσίωση. Τό ἐκκλησιαστικό φρόνημά σου, τό ἦθος σου καί ἡ ἀρίστη γνώση τοῦ τρόπου τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας, τήν ὁποία ἀπέκτησες ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς πατρίδος σου, τήν ἀρχαία Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας, σοῦ ἐπέτρεψαν νά προσλάβης καί νά ἐφαρμόσης τήν τάξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά γίνεσαι διδάσκαλος γιά νεωτέρους, καί ὄχι πάντοτε ἐπιεικής. Λίαν συντόμως ἀνυψώθης σέ Ἀρχιδιάκονο καί ἀπό τῆς θέσεως αὐτῆς ὑπηρέτησες, κατά τρόπον ὑποδειγματικόν μέχρι σήμερα, γενόμενος ἔτσι ὁ μακροβιότερος ἀρχιδιάκονος στήν ἱστορία τῆς Μητροπόλεώς μας.
Ἄν καί στίς χειροτονίες, τίς ὁποῖες μέ τήν χάρη καί τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔχω τελέσει μέχρι σήμερα, πρώτη καταγράφεται αὐτή τοῦ πατρός Στεφάνου στήν Ζυρίχη, ἡ δική σου ἦταν ἡ πρώτη χειροτονία μοναχοῦ καί ἡ πρώτη μιᾶς σειρᾶς χειροτονιῶν καλῶν κληρικῶν. Γιά νά τονίσω τήν χρησιμότητα ἐκείνων τῶν χειροτονιῶν, θά ἐπικαλεσθῶ τήν ἄποψη τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων: «Πιστοτέραν τῆς ἀκοῆς εἶναι τήν ὄψιν». Ἀντί νά ἀπαντήσω μέ λόγια σέ ὅσους ἐρωτοῦν, τούς καλῶ νά δοῦν ποῦ εὑρίσκονται σήμερα, ποῖες ἐνορίες διαποιμαίνουν καί πῶς διαπρέπουν ἐκεῖ ὡς ποιμένες καί λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου οἱ τότε χειροτονηθέντες.
Ἔφθασες στήν Γενεύη ἀπό τήν καυκάσια Γεωργία τῶν θρύλων, τῆς ἱστορίας καί τῆς βαθέως ἐρριζωμένης χριστιανικῆς παραδόσεως, προκειμένου νά συνεχίσης στό Ἰνστιτοῦτο μας τίς μεταπτυχιακές θεολογικές σπουδές σου, μετά ἀπό τήν λήψη ἄλλου πτυχίου στόν χῶρο τῆς οἰκονομίας. Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ καί ἡ δική σου κλίση καί ἐπιθυμία νά γίνης κληρικός, καί μάλιστα ἱερομόναχος, συνηντήθησαν. Ἀπήντησες καταφατικῶς στήν κλήση τοῦ Θεοῦ καί στήν προσκλητήρια φωνή τοῦ ἐπισκόπου καί ἔμεινες πλησίον μας, γενόμενος ἕνας ἀπό ἐμᾶς, τούς ταπεινούς ἐργάτες τοῦ Ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου στήν Ἑλβετία. Ἡ θεολογική καί ἀκαδημαϊκή σου παιδεία καί ἡ καλή γνώση ξένων γλωσσῶν προσέφεραν καί προσφέρουν στήν τοπική Ἐκκλησία σημαντική βοήθεια στό ἔργο της.
Μετά ἀπό τήν μακρά, λαμπρή καί ὑποδειγματική ὑπηρεσία σου ὡς Ἀρχιδιακόνου, ἦλθε καί δι᾽ ἐσέ, ἀγαπητέ μου Γαβριήλ, τό πλήρωμα τοῦ χρόνου. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε στόν πιστό μαθητή του Τιμόθεο: “οἱ γὰρ καλῶς διακονήσαντες βαθμὸν ἑαυτοῖς καλὸν περιποιοῦνται”[2]. Ἡ ἀπόφαση μορφωμένων νέων, προικισμένων μέ ἦθος καί ἀρετές, νά γίνουν μοναχοί καί κληρικοί ἐκπλήσσει τόν σύγχρονο ἄνθρωπο μιᾶς ἐποχῆς, ἡ ὁποία ἀπώθησε στό περιθώριο τόν Θεό καί φαίνεται ἀνίκανη νά ἐκτιμήση τήν ψυχική εὐγένεια καί τήν πνευματική καλλιέργεια ὡρισμένων νέων, οἱ ὁποῖοι τήν λειτουργική διακονική προτροπή “πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα” τήν ἀνέδειξαν ὡς τήν ὑπερτάτη ἀξία καί πράξη τῆς ζωῆς τους.
Μετά ἀπό τήν εἰς πρεσβύτερον χειροτονία σου θά εὑρεθῆς ἐνώπιον προκλήσεων καί πειρασμῶν. Ὁ δρόμος τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου οὐδέποτε ἦταν εὔκολος καί ἄνετος. Θά συναντήσης τούς ὀπαδούς τῆς στρατευμένης ἀθεΐας, οἱ ὁποῖοι, κατά τρόπο ὑπόπτως ἐπιλεκτικό, μάχονται μέ μῖσος τόν Χριστό και τήν Ἐκκλησία Του. Θά συνανασταφῆς πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν ποιός εἶσαι καί τί ἐπιτελεῖς καί θά σέ ἀντιμετωπίζουν ὡς ληξίαρχο ἤ, στήν καλυτέρα τῶν περιπτώσεων, ὡς τελετουργό κάποιας ἐντυπωσιακῆς τελετῆς, ἐν πολλοῖς ἀκατανοήτου σέ αὐτούς. Εἶναι ὅσοι μᾶς θέλουν τελετουργούς καί ὄχι φορεῖς θείας χάριτος καί ἱερουργούς τῶν θείων καί ἀρρήτων μυστηρίων. Θά εὑρεθῆς ἐνώπιον ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι θά ἀπαιτοῦν νά εἶσαι ἕνας κοινωνικός λειτουργός, διεκπεραιωτής τοῦ κοινωνικοῦ ἤ τοῦ οἰκονομικοῦ προβλήματός τους. Εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι βλέπουν τήν Ἐκκλησία ὡς ἕνα ὀργανισμό παροχῆς κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν ἤ ταμεῖο εὐποιΐας, τό ὁποῖο, ὅμως, οὐδέποτε ἤ σπανίως συνδράμουν. Πόσες φορές δέν ἀκοῦμε γιά τόν κοινωνικό ρόλο καί τήν προσφορά τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ὅσους δέν τῆς ἀναγνωρίζουν ἄλλη ἰδιότητα ἤ ρόλο. Εἶναι ὅσοι ἀδυνατοῦν νά προσεγγίσουν τήν ἐκκλησιολογική διάσταση τῆς γνησίας φιλανθρωπίας, δηλαδή τῆς ἐφηρμοσμένης καί ἐμπράκτου εὐσπλαγχνίας τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ ἀγαπῶντος Χριστοῦ, εἶναι ταμεῖο χάριτος καί ἐργαστήριο ἁγιότητος. Ὅταν ὑπάρχη ἀνάγκη, στρέφει τήν προσοχή της καί στίς ὑλικές ἀνάγκες τῶν τέκνων της, προσφέρουσα μέ ἀγάπη καί διάκριση τήν κατά δύναμη συνδρομή της. Ἐν τέλει, καλεῖσαι νά ὑπομείνης τήν ἀδιαφορία τῶν πολλῶν, τήν μεγάλη αὐτή νίκη τοῦ Πονηροῦ ἐπί τῶν χριστιανῶν τῆς ἐποχῆς μας. Φέρουν μέν τό ἔντιμο καί ἅγιο ὄνομα τοῦ χριστιανοῦ, ἀλλά ζοῦν, ἐνεργοῦν, ὁμιλοῦν καί πράττουν ὡσάν νά μήν ὑπάρχῃ ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία Του. Ὁμοιάζουν μέ τόν πλούσιο τῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος δέν κατεκρίθη διά τόν πλοῦτο του, ἀλλά διά τήν ἀδιαφορία του. Ἡ ἀδιαφορία, ὅταν ἐγκατασταθῆ στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, γεννᾶ τήν ἀσέβεια, ἡ ὁποία εἶναι ἡ τελευταία βαθμίδα πρίν ἀπό τήν βλασφημία.
Ἀσφαλῶς, ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀπολωλότος προβάτου εἶναι θεόσδοτη ἐντολή καί χριστομίμητο καθῆκον. Θά ἀγαπᾶς, λοιπόν, καί θά προσεύχεσαι γιά ὅλους αὐτούς, ἐφ᾽ ὅσον πρῶτος ὁ Λυτρωτής Χριστός τούς ἠγάπησε, ἐθυσιάσθη καί ἀπέθανε ἐπί τοῦ Σταυροῦ διά τήν σωτηρία τους[3].
Ὅμως, ἡ κυρία μέριμνά σου θά στρέφεται πρός ὅσους θέλουν νά σωθοῦν, πρός τούς “μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν”[4]. Μή λησμονήσης ποτέ ὅτι ἡ βοήθεια καί ἡ στήριξή σου σέ αὐτούς τούς συνειδητούς ἀγωνιστές πιστούς θά σέ ἐξισώνη μέ τούς ἀγγέλους, δεδομένου ὅτι κατά τήν μαρτυρία τοῦ Ἁγίου ἀποστόλου Παύλου, ὁ Θεός ἔχει θέσει στήν ὑπηρεσία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων καί ἀγγέλους[5].
Γίνε φωστῆρας ἐν κόσμῳ. Κόμιζε φῶς Χριστοῦ καί διάλυε τά ψυχικά σκότη. Θά εἶσαι οἰκονόμος τῆς θείας χάριτος. Ἀνακούφιζε κουρασμένες ψυχές καί στήριζε ὅσους ἔκαμψε τό βάρος τῆς ἁμαρτίας καί ὁ συσχηματισμός τους μέ τόν παρόντα αἰῶνα. Θά εἶσαι θύτης τῶν θείων μυστηρίων καί, κυρίως, τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Θά ἵστασαι σέ τόπο ἅγιο, “εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου παρακύψαι οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ἐπιθυμοῦσι καὶ ἀκοῦσαι τῆς εὐαγγελικῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ θεάσασθαι αὐτοψεὶ τὸ πρόσωπον τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς καὶ ἀπολαῦσαι τῆς θείας καὶ ἱερᾶς λειτουργίας”[6]. Θά καθαγιάζης τόν ἄρτο καί τόν οἶνο καί θά μεταδίδης Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας.
Ἀλλά, ὅταν ἔρχεται ἡ φωνή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἀπό τά βάθη τῶν χριστιανικῶν αἰώνων νά ὁμιλήση πρός τόν Ἱερέα, ὁ εὐτελής λόγος μας ὀφείλει νά παύση. Ἰδού, τί παραγγέλλει ὁ Ἅγιος Βασίλειος πρός τόν Ἱερέα:
“Σπούδασον, ὦ ἱερεῦ, σαυτὸν παραστῆσαι ἐργάτην ἀνεπαίσχυντον, ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Μηδέποτε στῇς εἰς σύναξιν ἔχων ἔχθραν κατά τινος, ἵνα μὴ φυγαδεύσῃς τὸν Παράκλητον. Ἐν ἡμέρᾳ συνάξεως μὴ δικάζου, μηδὲ φιλονείκει καθόλου, ἀλλὰ κρυπτόμενος, ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ μένων, προσεύχου καὶ ἀναγίνωσκε μέχρι τῆς ὥρας, ἐν ᾗ δεῖ σε τελέσαι τὴν θείαν μυσταγωγίαν· καὶ οὕτω παράστηθι ἐν κατανύξει καί καθαρᾷ καρδίᾳ τῷ ἁγίῳ θυσιαστηρίῳ, μὴ περιβλέπων ἔνθεν κἀκεῖθεν, ἀλλὰ φρίκῃ καὶ φόβῳπαριστάμενος τῷ ἐπουρανίῳ βασιλεῖ. Μὴ διὰ θεραπείαν ἀνθρωπίνην ἐπισπεύσῃς τὰς εὐχὰς ἢ συντέμῃς, μηδὲ λάβῃς πρόσωπον, ἀλλ’ ὅρα πρὸς τὸν προκείμενον Βασιλέα καὶ τὰς παρεστώσας Δυνάμεις κύκλω. Ἄξιον σεαυτὸν ποίησον τῶν ἱερῶν κανόνων. Μὴ συλλειτούργει, οἷς ἀπαγορεύουσι. Βλέπε τίνι παρέστηκας, πῶς ἱερουργεῖς καὶ τίσι μεταδίδως. Μὴ ἐπιλάθῃ τῆς δεσποτικῆς ἐντολῆς καὶ τῆς τῶν ἁγίων ἀποστόλων· «Μὴ δότε τὰ ἅγια τοῖς κυσί, καὶ τοὺς μαργαρίτας μὴ βάλητε ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» Ὅρα μὴ παραδῶς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ εἰς χεῖρας ἀναξίων. Μὴ ἐντραπῇς τοὺς ἐνδόξους τῆς γῆς, μηδ’ αὐτὸν τὸν τὸ διάδημα περικείμενον ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ. Τοῖς δὲ τῆς θείας μεταλήψεως ἀξίοις μεταδίδου δωρεάν, ὡς καὶ αὐτὸς ἔλαβες· οἷς οἱ θεῖοι κανόνες οὐκ ἐπιτρέπουσι μὴ μεταδίδου. Ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα φυλάττων καὶ σεαυτὸν σώσεις καὶ τοὺς ἀκούοντάς σου”.
Καί ταῦτα μέν οὕτως ἔχει, ἀγαπητέ Γαβριήλ. “Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης”[7] καί ὁ Θεός τοῦ ἐλέους καί τῆς εἰρήνης εἴη μετά σοῦ.
[1] Κυριακή μετά τήν Χριστοῦ Γέννησιν, 29ῃ Δεκεμβρίου 2024, Ἱερός ναός τοῦ Ἁγίου ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου τοῦ ἐν Σαμπεζύ τῆς Γενεύης Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
[2] Α´ Τιμ. 3,13
[3] πρβλ. Α´ Κορ. 15,3
[4] Ἑβρ. 1,14
[5] Ἔνθ. ἀνωτ.
[6] Εὐχή Μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου
[7] Β´ Τιμ. 3,14
Discours prononcé
par Son Éminence le Métropolite Maxime de Suisse,
à l’occasion de l’ordination sacerdotale
du Révérend Archidiacre Gabriel Baratasvili[1].
* * * * * * * * * *
La joie et l’euphorie spirituelle de la fête de Noël, de la “Métropole des Fêtes”, ainsi désignée par Saint Jean Chrysostome, se déploient liturgiquement en ce jour, le dimanche après la Nativité selon la chair de notre Seigneur, Dieu et Sauveur Jésus-Christ. Dans le ciel sombre de l’Histoire du monde, le Soleil de justice s’est levé, afin de guider ceux qui sont assis dans les ténèbres et dans l’ombre de la mort, vers la lumière de la connaissance et de la révélation que s’est Lui est le Christ, le Messie attendu, la Lumière, la Vérité et la Vie du monde.
Si l’archidiacre Stéphane est considéré comme le Protomartyr, le premier martyr, notre sainte Église célèbre aujourd’hui la mémoire des protomartyrs anonymes pour les hommes, mais connus de Dieu, les Saints Innocents, les enfants massacrés par Hérode. Elle célèbre simultanément la mémoire de saint Joseph, le fiancé de la Très Sainte Vierge Marie, la figure silencieuse et discrète de l’histoire sacrée, qui a exercé un rôle significatif dans la protection de l’Enfant Jésus et de sa Mère, la Vierge Marie. De plus, ce dimanche, l’Église commémore la mémoire du prophète et roi David le psalmiste, ainsi que celle de saint apôtre Jacques le Juste, qui fut le premier évêque de Jérusalem. Le premier, par ses psaumes, notamment ceux qualifiés de royaux et messianiques, exalte prophétiquement le Christ attendu en tant que Roi et Messie, dont l’avènement a été célébré par l’Église il y a quelques jours. Avec le second, Jacques, fils de Saint Joseph, débute la liste épiscopale de l’Église de Jérusalem.
Cher Archidiacre et mon enfant spirituel Gabriel,
Dans l’atmosphère joyeuse de l’incarnation du Verbe divin et des autres fêtes du dimanche d’aujourd’hui s’ajoute la joie spirituelle de la célébration du mystère de ton ordination.
Il y a exactement 6 ans, tu te tenais au même endroit, en attente de recevoir l’ordination au premier degré du sacerdoce, à savoir le diaconat. Tu as servi notre Métropole et ton évêque avec empressement et dévouement. Ton esprit ecclésiastique, ton éthique et ta parfaite connaissance de la règle du service dans l’Église, que tu as acquise auprès de l’Église orthodoxe de ta patrie, l’ancienne Église de Géorgie, t’ont permis d’adopter et d’appliquer l’ordre du Patriarcat œcuménique à tel point que tu es devenu un formateur pour les jeunes diacres. Très rapidement, tu as été élevé au rang d’Archidiacre et, depuis ce poste, tu as servi de manière exemplaire jusqu’à aujourd’hui, devenant ainsi l’archidiacre avec le mandat le plus long de l’histoire de notre Métropole.
Malgré le fait que la première ordination enregistrée que j’ai célébrée jusqu’à présent avec la grâce et l’aide de Dieu ait été celle du père Stéphane à Zurich, la tienne a marqué la première ordination d’un moine et le début d’une série d’ordinations de bons clercs. Pour mettre en avant l’utilité de ces ordinations, je citerai l’opinion de Saint Cyrille de Jérusalem: “La vue est plus fiable que l’ouïe”. Au lieu de répondre par des mots à ceux qui demandent, je les invite à voir où ils se trouvent aujourd’hui, quelles paroisses sont dirigées par eux et comment ils s’y distinguent en tant que pasteurs et ministres du Très-Haut, ceux qui ont été ordonnés à l’époque.
Tu es venu à Genève en provenance de la Géorgie du Caucase, terre de légendes, d’histoire et de la profondément enracinée tradition chrétienne, dans le but de poursuivre tes études théologiques de deuxième cycle à notre Institut, à la suite de l’obtention d’un autre diplôme dans le domaine de l’économie. L’appel de Dieu, la vocation divine, et ton aspiration personnelle à devenir clerc, et même hiéromoine, ont convergé. Tu as répondu positivement à l’appel de Dieu et à l’invitation de l’évêque, et tu es resté près de nous, devenant un des ouvriers de la vigne du Seigneur en Suisse. Grâce à ta formation théologique et académique, ainsi qu’à ta maîtrise des langues étrangères, tu as apporté et continues d’apporter une assistance précieuse à l’Église locale dans son œuvre.
Après un long, brillant et exemplaire service comme archidiacre, la plénitude des temps est venue pour toi, mon cher Gabriel. L’apôtre Paul a écrit à son fidèle disciple Timothée: «car ceux qui remplissent convenablement leur ministère s’acquièrent un rang honorable»[2]. La décision des jeunes éduqués, vertueux et déterminés à se consacrer à la vie monastique et sacerdotale étonne l’homme moderne d’une époque qui met Dieu à l’écart et semble incapable d’apprécier leur gentillesse d’âme et leur culture spirituelle. L’exhortation liturgique diaconale «confions-nous nous-même… et toute notre vie au Christ notre Dieu» représente pour eux la valeur et l’acte suprêmes de leur vie. Une fois que tu auras été consacré prêtre, tu seras confronté à divers défis et tentations. La voie des travailleurs de l’Évangile n’a jamais été aisée ni confortable.
Tu rencontreras les partisans de l’athéisme militant, qui, de manière sélective, combattent avec haine le Christ et Son Église.
Tu rencontreras des gens qui ne savent pas exactement ce qu’est un prêtre et ce qu’il fait. Ce sont eux qui considèrent les prêtres comme des greffiers, ou au mieux, comme des ritualistes de cérémonies impressionnantes, souvent incompréhensibles pour eux. Il y a ceux qui veulent que nous soyons des ritualistes et non des porteurs de la grâce divine et des ministres des mystères divins et ineffables.
Tu seras confronté à des gens qui exigeront que tu soit un gestionnaire de leurs difficultés sociales et économiques. Ce sont eux qui voient l’Église comme une organisation fournissant des services sociaux ou une institution caritative, à laquelle ils ne contribuent que rarement, voire jamais. Il est fréquent d’entendre parler du rôle social et de la contribution de l’Église, en particulier de la part de ceux qui ne reconnaissent pas d’autres qualités ou rôles à celle-ci. Il y a ceux qui sont incapables d’aborder la dimension ecclésiologique de la philanthropie authentique, c’est-à-dire la miséricorde exprimée et appliquée du Corps du Christ, l’Église. L’Église est le Corps du Christ aimant, elle est le trésor de la grâce divine et le laboratoire de sainteté. Naturellement, en cas de nécessité, elle se préoccupe également des besoins matériels de ses enfants, leur offrant discrètement et judicieusement son soutien autant que possible.
En définitive, tu es amené à endurer l’indifférence d’un grand nombre, cette victoire significative du Malin sur les chrétiens contemporains. Ils revêtent le titre honorable et sacré de chrétien, cependant, ils vivent, agissent et se comportent comme si n’existait ni le Christ ni Son Église. Ils évoquent l’homme fortuné de la parabole, qui n’a pas été jugé en raison de sa richesse, mais plutôt en raison de son indifférence. L’indifférence, lorsqu’elle s’établit dans l’âme humaine, engendre l’impiété, laquelle constitue le dernier échelon avant le blasphème.
Il est indéniable que la quête de la brebis égarée constitue un précepte divinement établi et un devoir d’imitation du Christ. Tu éprouveras donc de l’affection et prieras pour tous ces individus, tout comme le Rédempteur Christ les a aimés en premier lieu, s’est sacrifié et a donné sa vie sur la Croix pour leur salut[3].
Néanmoins, ta préoccupation principale sera orientée vers ceux qui aspirent à être sauvés, vers ceux qui “doivent hériter du salut“[4]. Il est impératif de garder à l’esprit que ton assistance envers ces combattants et conscients fidèles t’élèvera au même rang que les anges, étant donné que, selon le témoignage du Saint apôtre Paul, Dieu a assigné des anges au service de ces hommes[5].
Deviens une source de lumière dans le monde. Apporte la lumière du Christ et dissipe les ténèbres spirituelles. Tu seras le gestionnaire de la grâce divine. Apporte du réconfort aux âmes éprouvées et soutiens ceux que le fardeau du péché et l’attachement à ce monde actuel ont accablé. Tu seras célébrant des saints mystères et, en particulier, de la Sainte Eucharistie. Tu t’établiras en un lieu sacré, “dans le Saint des saints, là où les saints anges désirent se pencher, entendre l’évangélique voix du Seigneur Dieu, contempler face à face la sainte Oblation et jouir de la divine Liturgie”[6].Tu sanctifieras le pain et le vin et tu transmettras le Corps et le Sang du Christ pour la vie et le salut du monde.
Cependant, lorsque la voix de Saint Basile s’élève des profondeurs des âges chrétiens pour s’adresser au prêtre, il convient que notre discours futile prenne fin. Voici les instructions que Saint Basile adresse au prêtre: “Prêtre, étudie, pour devenir un travailleur irréprochable, partageant justement la Parole de Vérité. Ne viens jamais à la synaxe [l’Assemblée eucharistique] ayant de la haine envers quiconque afin de ne pas en bannir le Consolateur. Le jour de la synaxe ne juge pas, ne discute pas, mais reste à prier et à lire dans l’église jusqu’à l’heure fixée où tu accompliras les cérémonies divines et sacrées; et ainsi tiens-toi avec componction et pureté de cœur dans le sanctuaire sacré, ne regardant pas autour ici et là, mais reste debout avec frémissement et crainte devant le Roi Céleste. A cause de la faiblesse humaine, ne te hâte pas ou ne coupe pas court aux prières, n’essaie pas non plus de plaire aux personnes, mais regarde seulement vers le Roi Qui est présent et vers les armées des anges qui L’entourent. Rends-toi digne des saints canons. Ne concélèbre pas avec qui il est interdit de le faire. Vois en présence de Qui tu te tiens, comment tu sers et à qui tu dispenses ce service. N’ignore pas le commandement du Maître et ceux des saints Apôtres: “Ne donnez pas aux chiens ce qui est saint; et ne jetez pas de perles devant les pourceaux.” Veille à ne pas livrer le Fils de Dieu entre les mains des gens indignes. N’aie pas honte devant ceux qui sont glorieux sur la terre, ni devant celui qui porte la couronne à ce moment-là. À ceux qui sont dignes de la Communion, distribue librement les Dons, comme tu les as aussi reçus. Ne dispense pas ces Dons à celui qui n’observe pas les canons divins. …Ces choses et de telles choses conserve-les afin de te sauver ainsi que ceux qui t’écoutent.
Ainsi soit-il, cher Gabriel. “Et toi, reste dans ce que tu as appris et reçu”[7] et que le Dieu de la miséricorde et de la paix soit avec toi.
[1] Dimanche après la Nativité du Christ. 29 décembre 2024. Église Saint-Paul, l’apôtre des nations, Centre orthodoxe du Patriarcat œcuménique, Chambésy, Genève.
[2] 1 Tim. 3, 13
[3] cf. 1 Co. 15,3
[4] He 1,14
[5] ibid.
[6] Prière du sacrement de l’Huile sainte
[7] 2 Tm 3,14