«Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε !»

«Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε !»

Σύμφωνα με τη λειτουργική παράδοση των πρώτων χριστιανικών χρόνων, η Eκκλησία τιμούσε τη Γέννηση του Χριστού ως Θεοφάνια (Ἐφάνη γὰρ Θεὸς ἀνθρώποις διὰ γεννήσεως) και την συνεόρταζε με την ανάμνηση της Βάπτισης. Η ξεχωριστή θέση της μεταξύ των δεσποτικών εορτών καθιερώθηκε σταδιακά στα τέλη του 4ου αιώνα με προτροπή του Αγ. Βασιλείου που την χαρακτηρίζει «κοινή ἑορτή πάσης τῆς κτίσεως καὶ γενέθλιο ἡμέρα τῆς ἀνθρωπότητος».

Οι ευαγγελιστές Λουκάς (2, 1-20) και Ματθαίος (2, 1-12) μαρτυρούν το γεγονός και τις συνθήκες της Γέννησης του Χριστού ως ιστορικό συμβάν των τελευταίων χρόνων του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου (σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, γύρω στο 4 μ.Χ.), ενώ η υμνογραφία του 6ου και του 7ου αιώνα συμπλήρωσε θεολογικά και αναδεικνύει δοξαστικά το « μυστήριον ξένον » της θείας ενσάρκωσης : Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν προαιώνιον Λόγον, ἐν Σπηλαίῳ ἔρχεται ἀποτεκεῖν ἀποῤῥήτως, … δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός!

Στην ζωγραφική τέχνη του Βυζαντίου, η απεικόνιση της Γέννησης εμφανίζεται στην πληρέστερη, και καθιερωμένη πλέον, εκδοχή της, μετά το τέλος της εικονομαχίας, στα μέσα του 9ου αιώνα (εικ. 1). Η συγκεκριμένη σύνθεση ανταποκρίνεται ίσως περισσότερο από κάθε άλλη γνωστή θρησκευτική αναπαράσταση στη ρήση του Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνού ότι οι εικόνες αποτελούν τα βιβλία των αγραμμάτων. Έτσι, όπως θα δούμε, μέσα από ένα πυκνό σε συμβολισμούς πολυπρόσωπο και πολυδιάστατο αφηγηματικό σύνολο, όπου το θείο και το ανθρώπινο, το φυσικό και το υπερφυσικό συγκεράζονται σε μία τέλεια ισορροπία, ο πιστός καλείται να βιώσει το χαρμόσυνο γεγονός της Γέννησης και ταυτόχρονα να προσεγγίσει το θεολογικό νόημα της ενανθρώπησης του Λόγου του Θεού.

Στην ουράνια σφαίρα, Χορός αγγέλων ευαγγελίζεται τη θεία συγκατάβαση για την Γέννηση του Κυρίου. Η αχτίδα του άστρου της Βηθλεέμ οδηγεί το βλέμμα του πιστού στο εσωτερικό σκοτεινού σπηλαίου, όπου το Θείο Βρέφος κείται σπαργανωμένο σε κιβωτιόσχημη φάτνη. Η παρουσία των δύο ζώων που αγρυπνούν δίπλα του υπογραμμίζει την άκρα ταπείνωση μέσα στην οποία γεννήθηκε ο Βασιλεύς των Ουρανών, αλλά αποτελεί και σαφή αναφορά στην προφητεία του Ησαΐα «Ἔγνω βοὺς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ Κυρίου αὐτοῦ, Ἰσραὴλ δὲ μὲ οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός μου οὐ συνῆκεν» (Ησαΐας α´ 3).

Αν το σπήλαιο συμβολίζει το πνευματικό σκοτάδι του προχριστιανικού κόσμου, που ο Υιός του Θεού σταλθηκε να διασκορπίσει, παραπέμπει ταυτόχρονα και στην Κάθοδο του Χριστού στον σκοτεινό Άδη, έτσι που η εικόνα της Γέννησης να προαναγγέλει ήδη το Θάνατο και την Ανάσταση του Κυρίου, επιβεβαιώνοντας το σχέδιο της θείας οικονομίας.

Κοντά στο Βρέφος, αλλά σε διακριτή απόσταση από το Απρόσιτο, η Παρθένος. Συνήθως ημικλινής, σπανιότερα καθιστή ή γονατιστή (εικ. 2), η κυρίαρχη θέση της στο κέντρο της εικόνας προβάλλει αναντίρρητα τη συμβολή της ανθρώπινης φύσης της στην κατά σάρκα γέννηση του Θεανθρώπου και το ρόλο της στο πρόγραμμα της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους. Η ελαφρά μελαγχολία που διακρίνει την έκφρασή της θεωρείται εξίσου ότι προαναγγέλλει τα Πάθη του Κυρίου και Υιού της.

Δεξιά, οι ντόπιοι ταπεινοί ποιμένες της Ιουδαίας, στους οποίους άγγελος Κυρίου ανακοινώνει την έλευση του από αιώνων προαναγγελμένου Μεσσία, και, αριστερά, οι τρεις σοφοί-Μάγοι εξ Ανατολής, που αναζήτησαν επιμόνως το θείο Βρέφος και το προσκυνούν ως Βασιλέα. Αν και οι δύο σκηνές δεν συμπίπτουν χρονικά ( σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ματθαίο, οι Μἀγοι επισκέπτονται την Παρθένο « εἰς τὴν οἰκίαν» , άρα μετά την επιστροφή της θείας οικογένειας από την Αίγυπτο), η ταυτόχρονη παρουσία τους στην εικόνα της Γέννησης σημαίνει την εμβέλεια τόσο της αποδοχής του Χριστού ως Υιού του Θεού όσο και της απήχησης της λυτρωτικής αποστολής του επί της γης.

Απόμερα και σχεδόν απομονωμένος, εικονίζεται ο μνήστωρ Ιωσήφ, σκεπτικός, να εξακολουθεί να διακατέχεται από την αμφιβολία της απειράνδρου εγκυμοσύνης της Μαρίας (…τί τὸ δράμα τοῦτο; … Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι καὶ τὸν νοῦν καταπλήττομαι…) και άρα να αδυνατεί να συμμετέχει στην περιρρέουσα ευφρόσυνη ατμόσφαιρα. Ορισμένες εικονογραφικές εκδοχές παρουσιάζουν μάλιστα τον αγαθό μαραγκό να συνομιλεί με έναν κακομούτσουνο βοσκό, ακουμπισμένο σ᾽ένα ξερό ραβδί. Σύμφωνα με την παράδοση, πρόκειται για τον Διάβολο, που πειράζει τον Ιωσήφ με το επιχείρημα πως όσο ένα ξερό ραβδί μπορεί να βλαστήσει, άλλο τόσο είναι δυνατόν να γεννήσει και μία παρθένα. Η αμφιβολία του Ιωσήφ εκφράζει την αμφιβολία όλων εκείνων που αδυνατούν να κατανοήσουν το άρρητον θαύμα της ενσάρκωσης του Λόγου.

Η σύνθεση ολοκληρώνεται με τη γλαφυρή, αν και απρόσμενη, σκηνή του Λουτρού του θείου Βρέφους, γνωστή από το απόκρυφο ευαγγέλιο του ψευδο–Ματθαίου. Αν για ορισμένους προεικονίζει τη Βάπτιση του Ιησού, η διπλή παρουσία του Βρέφους θα εκλείψει αργότερα από τη δυτική αναπαράσταση της Γέννησης ενώ η επιβίωση της σκηνής του Λουτρού στη βυζαντινή τέχνη αποσκοπεί να επιβεβαιώσει τη θεολογία της τέλειας ενανθρώπησης του Λόγου.

Σε πλήρη αντιστοιχία με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, – Ο Πατήρ εὐδόκησεν, ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καὶ ἡ Παρθένος ἒτεκε θεόν ἐνανθρωπήσαντα. Ἀστήρ μηνύει, Μάγοι προσκυνοῦσιν, Ποιμένες θαυμάζουσι καὶ ἡ κτίσις ἀγάλλεται – η βυζαντινή ζωγραφική θεώρηση της Γέννησης παρέμεινε πάγια δια μέσου των αιώνων : με την επίπεδη, και ως ένα βαθμό ασύνδετη, εξιστόρηση που ακολουθεί, ο βυζαντινός αγιογράφος επιτυγχάνει να αναιρέσει τον ιστορικό χώρο και χρόνο που διέπει τις πέντε επιλεγμένες σκηνές και να αποτυπώσει αισθητικά το χαρμόσυνο μήνυμα και τη σημασία της ενανθρώπησης του Θεού ως μία ζωντανή πραγματικότητα του εκάστοτε σήμερα.

Μαρία Campagnolo- Ποθητού

Εικόνα 1: Κύπρος, Παναγία του Άρακα, 1192, τοιχογραφία

Εικόνα 2: Μονή Οσίου Λουκά, 11ος αιώνας, μωσαϊκό